- τυπολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που αναφέρεται στην τυπολογία (βλ. λ.).2. το ουδ. ως ουσ., τυπολογικό τυπικό (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυπολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυπολογία 2. το ουδ. ως ουσ. το τυπολογικό γλωσσ. το τυπικό τής γραμματικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυπολογία. Η λ., στον λόγιο τ. του ουδ. τυπολογικόν, μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη] … Dictionary of Greek